-
1 βαδιστέον
A one must walk or go,σοὶ β. πάρος S.El. 1502
, Str.17.1.54; one must proceed,ἐπὶ τὸ καθόλου Arist.EN 1180b21
: pl., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαδιστέον
-
2 πάρος
πάρος, poet. Particle:A Adv.,I of Time, aforetime, formerly,π. μεμαυῖα Il.4.73
, etc.;κάρη π. χαρίεν 22.403
;οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς ἔσθ' οἵη π. ἔσκεν 11.669
, cf. Od.2.119, etc.; opp. νῦν, 6.325, etc. ;π. γε Il.17.270
, etc. ;π. περ Od.5.82
, etc.: with the Art., τὸ π. γε, to\ p. per, Il.19.42, 23.480, etc. ; once in Hdt., καὶ π. 9.2 ; never in [dialect] Att. Prose (rarely later, PPetr.2p.22 (iii B.C.), POxy.1121.36 (iii A. D.) , but freq. in Trag., θεοὶ οἱ π. A.Pr. 406 (lyr.);τά τε π. τά τ' εἰσέπειτα S.Aj.34
;ἐν τῷ π. χρόνῳ Id.El. 1445
, etc.2 with [tense] pres., up to now, hitherto,οἳ τὸ π. περ ζαχρηεῖς τελέθουσι Il.12.346
;οἷος π. εὔχεαι εἶναι 4.264
;π. γε μὲν οὔ τι θαμίζεις Od.5.88
, cf. 4.810, Il.1.553.3 as Conj. like πρίν, before, c. [tense] aor. inf.,πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι 6.348
;πάρος ἢν γαῖαν ἱκέσθαι Od.1.21
, cf. 8.376, etc.: rarely with [tense] pres.,πάρος δόρποιο μέδεσθαι Il.18.245
.4 with neg., as antec. to πρίν γε, π. δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε .. not until, 5.218, cf. Od.2.127.5 before the time, too soon, τί π. λαβρεύεαι ; Il.23.474.II rarely of Place, first, σοὶ βαδιστέον π. S.El. 1502.B Prep., poet. for πρό,I of Place, before, once in Hom., Τυδεΐδαο π. Il.8.254 ; δωμάτων π. S.Aj.73, E.Hec. 1049, Ph. 1271 ; δόμων π. Id.Or. 112, 1217 ;τῶν σῶν π. πίτνουσα γονάτων Id.Andr. 572
.II of Time, θανεῖν πάρος τέκνων ib. 1208.
См. также в других словарях:
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek